- καταφρονούμαι
- καταφρονούμαι, καταφρονήθηκα, καταφρονημένος και καταφρονεμένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταφρονοῦμαι — καταφρονέω look down upon pres ind mp 1st sg (attic epic doric) καταφρονέω look down upon pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλογώ — ἀλογῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι 2. είμαι παράλογος (μέσ. ή παθ.) 1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον 2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος 3.… … Dictionary of Greek
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek
καταπεφρονημένως — (Α) επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονημένος (μτχ. παρακμ. τού καταφρονοῦμαι)] … Dictionary of Greek